- φτιασίδι
- φτιασίδι, το και φκιασίδι, τοψιμύθι προσώπου, καλλυντικό, κοκκινάδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασπράδι — το ιού 1. το λεύκωμα του αβγού: Έτρωγε μονάχα τον κροκό του αβγού, τ ασπράδι το πετούσε. 2. ο άσπρος χιτώνας του βολβού του ματιού: Το ασπράδι του ματιού του ήταν κόκκινο. 3. φτιασίδι (πρβλ. κοκκινάδι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκκινάδι — το 1. κόκκινο σημάδι. 2. κόκκινη βαφή που χρησιμοποιείται από τις γυναίκες σαν ψιμύθιο, φτιασίδι, ρουζ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φκιασίδι — το βλ. φτιασίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτιασιδού, η — και φκιασιδού,η πληθ. ούδες, γυναίκα που χρησιμοποιεί φτιασίδι (βλ. λ.), που είναι γεμάτη κοκκινάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)